- συναιχμαλωτίζω
- συναιχμᾰλωτ-ίζω,A take captive along with, τισι S.E.M.1.295, cf. Theol.Ar.40 (both [voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναιχμαλωτίζω — ΝΜΑ [αἰχμαλωτίζω] αιχμαλωτίζω κάποιον μαζί με άλλους … Dictionary of Greek
συναιχμαλωτισθείς — συναιχμαλωτίζω take captive along with aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιχμαλωτισθῆναι — συναιχμαλωτίζω take captive along with aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιχμαλωτισθέντας — συναιχμαλωτίζω take captive along with aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιχμαλωτισθέντες — συναιχμαλωτίζω take captive along with aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιχμαλωτισθέντων — συναιχμαλωτίζω take captive along with aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιχμαλωτίζεσθαι — συναιχμαλωτίζω take captive along with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιχμαλωτεύω — Μ συναιχμαλωτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰχμαλωτεύω (< αἰχμάλωτος)] … Dictionary of Greek